ἀρμένων

ἀρμένων
ἄρμενα
tackle
neut gen pl
ἀραρίσκω
join
aor part mid fem gen pl (epic doric aeolic)
ἀραρίσκω
join
aor part mid masc/neut gen pl (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αρμένων, δήμος — Νέος δήμος (3.250 κάτ.) του νομού Χανίων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αρμένων, Καλυβών, Καρών, Μαχαιρών, Νέου Χωρίου, Ραμνής και Στύλου, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Armeni (Kreta) — Stadtgemeinde Armeni (1997–2010) Δήμος Αρμένων …   Deutsch Wikipedia

  • Spätminoischer Friedhof von Armeni — Freigelegte Grabstellen des spätminoischen Friedhofs Der spätminoische Friedhof von Armeni (griechisch Υστερομινωϊκό Νεκροταφείο Αρμένων) ist eine minoische Nekropole aus dem 14. Jahrhundert v. Chr. nördlich von Armeni (Αρμένοι),… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… …   Deutsch Wikipedia

  • καρές — Ονομασίαπέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 24 κάτ.) της Ικαρίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ραχών του νομού Σάμου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 54 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Οι Κ. βρίσκονται στο …   Dictionary of Greek

  • ναύκληρος — και ναύκλερος, ο (ΑΜ ναύκληρος, Α θηλ. ισσα, Μ και ναύκλερος και νάφλερος) 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες ή εμπορεύματα με το πλοίο του αντί χρηματικού ποσού, ο ιδιοκτήτης πλοίου, ο πλοιοκτήτης («κι οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και… …   Dictionary of Greek

  • φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με …   Dictionary of Greek

  • Αρμένοι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ., 313 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 384 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Βρίσκεται στα… …   Dictionary of Greek

  • Καλύβες — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Μονεμβασίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. 2. Ημιορεινός οικισμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”